- τετράχρωμος
- -η, -ο(για εικόνες), αυτός που έχει τέσσερα χρώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετράχρωμος — η, ο, Ν (για εικόνες) αυτός που έχει τέσσερα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. τρί χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραχρωμία — η, Ν [τετράχρωμος] 1. (τυπογρ.) αναπαραγωγή εικόνων με τέσσερεις πλάκες από τις οποίες η καθεμιά αποτυπώνει στο χαρτί διαφορετικό χρώμα 2. η εικόνα που αποτυπώνεται με αυτόν τον τρόπο … Dictionary of Greek